- περίπλεος
- περίπλεοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπλεος — και ποιητ. τ. περίπλειος, ον και περίπλεως, ων, Α 1. ο τελείως γεμάτος από κάτι, κατάμεστος («ὡς δὲ εἶδον τήν τε ἤπειρον ὁπλιτῶν περίπλεων», Θουκ.) 2. υπεράριθμος, περιττός 3. πλήρης, μεστός («περίπλεω νεφροί», Αριστοτ.) 4. αυτός που περιβάλλεται … Dictionary of Greek
περίπλεον — περίπλεος masc/fem acc sg περίπλεος neut nom/voc/acc sg περιπλέω sail imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) περιπλέω sail… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέους — περίπλεος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλέων — περίπλεος masc/fem/neut gen pl περίπλεως quite full of neut gen pl περιπλέω sail pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλεα — περίπλεος neut nom/voc/acc pl περίπλεως quite full of neut nom/voc/acc pl περίπλεως quite full of nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλεοι — περίπλεος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίπλειος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. περίπλεος … Dictionary of Greek
περίπλεως — ων, Α βλ. περίπλεος … Dictionary of Greek
περιπλέον — Ν 1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού 2. ως ουσ. το περιπλέον καθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον τού περίπλεος] … Dictionary of Greek
σύμπλεος — έα, ον και αττ. τ. σύμπλεως, ων, Α ο εντελώς γεμάτος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / ως] … Dictionary of Greek